Το λαχανικό αρακάς κατέχει μεγάλο μέρος στη διατροφή μας και αρέσει. Μερικές προτάσεις για νόστιμα πιάτα, συνταγές στο διαδίκτυο!
Αρακάς λαδερός
Αρακάς σαλάτα
Πουρές αρακά
Κοτόπουλο με αρακά
Πληροφορίες: Ως αρακάς αναφέρεται συνήθως το μικρό σφαιρικό πράσινο σπέρμα-καρπός ή ο πολύσπερμος λοβός του φυτού Πίσον το ήμερον (Pisum sativum), όσο και το ίδιο το φυτό. Το μπιζέλι (Pisum sativum var. saccharatum) πολλές φορές συγχέεται με τον αρακά. Οι λοβοί ή χέδρωπες αποτελούν βοτανολογικά φρούτα, που περιέχουν αρκετά σπέρματα, τα οποία αναπτύσσονται από την ωοθήκη του άνθους. Το P. sativum είναι μονοετές φυτό. Η φύτευση μπορεί να λάβει χώρα από το χειμώνα μέχρι νωρίς το καλοκαίρι, ανάλογα με τη τοποθεσία. Το μέσο βάρος του κάθε αρακά είναι ανάμεσα σε 0,1 και 0,36 γραμμάρια. Ο ανώριμος αρακάς χρησιμοποιείται ως λαχανικά, φρέσκα, κατεψυγμένα ή κονσερβοποιημένα. Ενώ ο αρακάς καταναλώνεται ξασπιρισμένος, τα μπιζέλια τρώγονται ολόκληρα με τα καρπόφυλλα (εξ ου και η Γαλλική ονομασία mangetout).
Ο άγριος αρακάς απαντά στη Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή. Τα αρχαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα αρακά χρονολογούνται από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής εκεί που σήμερα είναι η Ελλάδα, η Συρία, η Τουρκία και η Ιορδανία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η καλλιέργειά του στο Δέλτα του Νείλου γινόταν ήδη από το 4800-4400 π.Χ., καθώς και στη Γεωργία από την 5η χιλιετία π.Χ. Ανατολικότερα η καλλιέργεια άρχισε αργότερα. Στο Αφγανιστάν ο αρακάς έφτασε περίπου το 2000 π.Χ. και στο δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. άρχισε η καλλιέργειά του στη λεκάνη του Γάγγη και στη νότια Ινδία.
Η εμφάνιση και η πρόοδος της ψυχολογίας του ασυνειδήτου (Βάθους) υπήρξε αναμφίβολα πολυσήμαντη. Όμως είναι γεγονός ότι κάθε αντικειμενικός ερευνητής ημπορεί να παραδεχθή σαν βασική κατεύθυνση της ψυχολογίας αυτής την αποκάλυψη της ποιότητος και του περιεχομένου της ανθρωπίνης προσωπικότητος.
Ήδη έγινε λόγος για την σπηλιά των ενστικτικών τεράτων, που η ψυχολογία του Βάθους απεκάλυψε. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για «τέρατα» που ενσαρκώνουν απλώς ανθρώπινα πάθη. Κάθε ανθρώπινο, όσο «απάνθρωπο» κι αν είναι, μένει ανθρώπινο. Τα ανθρώπινα πάθη, όπως τα εγνώριζε ο άνθρωπος προ της εμφανίσεως της ψυχολογίας του Φρόυδ, ήσαν πάντοτε στα μέτρα της ανθρωπίνης αδυναμίας και ποταπότητος. Σαν πάθη ήσαν πάντοτε μιαρά και μισητά, αλλά ήσαν απλώς ανθρώπινα πάθη γιατί είχαν την αιτία τους στην ανθρώπινη αδυναμία.
Η ψυχολογία του Βάθους, και κατ’ εξοχήν η ψυχανάλυση, προχώρησε πέρα από το βυθό των ανθρωπίνων παθών, σε στρώματα που φιλοξενούν (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ψυχολογίας αυτής) ένα ασύλληπτο βόρβορο ηθικής ακαθαρσίας και ρυπαρότητος. Πρόκειται για τους ψυχαναλυτικούς ισχυρισμούς «περί της δομικής λειτουργίας των αιμομικτικών τάσεων που εμφωλεύουν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή». Και, άσχετα βέβαια αν είναι ή δεν είναι εύκολη η εξουδετέρωση των ισχυρισμών αυτών και ακόμη άσχετα από τον αποτροπιασμό με τον οποίο ημπορεί να αντιδρά κανείς εναντίον μιας τέτοιας γενικεύσεως της αιμομικτικής βδελυρότητος, η ψυχαναλυτική αυτή ερμηνεία, ωρισμένων συγγενικών σχέσεων, έχει ένα νόημα πέρα από κάθε επιστημονική δικαίωση ή απόρριψη. Έχει το νόημα ότι δημιουργεί ένα αφάνταστα εσωτερικό ρήγμα στη βάση της αξιοπρεπείας της ανθρωπίνης προσωπικότητος, που όμως στο τέλος – τέλος πρέπει να εκτιμηθή εποικοδομητικά.
Αλήθεια! Καθώς είμαστε παγιδευμένοι στα καθιερωμένα σχήματα ζωής και επίσης (όπως απέδειξε επιδέξια ο Jung) ταυτισμένοι με το πολυδύναμο προσωπείο μας, αδυνατούμε συνήθως να στρέψουμε «ειλικρινά» το βλέμμα στο ψυχολογικό και ζωώδες ορμεμφυτικό βυθό της προσωπικότητός μας για να γνωρίσουμε αυτό που είμαστε! Το «προσωπείο» δεν επιτρέπει την προσβολή της αξιοπρεπείας μας, που θα προκαλούσε ενδεχομένως μια ματιά στα σκοτεινά βάθη του βυθού αυτού. Έτσι, κάθε τι που μειώνει την ανθρώπινη προσωπικότητα, μας προκαλεί. Μάλιστα κάθε τι που την αποδεικνύει απάνθρωπη, μας αναστατώνει.
Παρ’ όλα αυτά θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το εγχείρημα της ψυχαναλύσεως, εκτός της αρνητικής του όψεως, έχει πράγματι και μια θετική πλευρά: το ξεσκέπασμα της εσωτέρας φύσεως του ανθρώπου. Ένα τέτοιο ξεσκέπασμα ημπορεί, υπό ωρισμένη έποψη, να εκτιμηθή σαν μια ηρωική πράξη του ανθρώπου που αναζητεί το γνήσιο και αυθεντικό εαυτό του. Πέρα ή πίσω από το προσωπείο, τις προφάσεις και τα προσχήματα, ο άνθρωπος αυτός αναζητεί ό,τι είναι ανθρώπινο. Αλλά το ανθρώπινο δεν είναι πάντοτε αξιοπρεπές και ενάρετο και ευγενές. Σε πολλές περιπτώσεις είναι επίσης «ειδεχθές» και «δυσώδες»!
Η συμφιλίωσή μας με μια πραγματικότητα τόσο εσωτερική και συγχρόνως τόσο αρνητική, όσο είναι το «ειδεχθές» και το «δυσώδες» περιεχόμενο του εαυτού μας, είναι ασφαλώς δύσκολο έργο. Συνήθως προτιμούμε να σκεπτώμεθα για τον εαυτό μας τα κρείττονα. Το προσωπείο μας (ας είναι καλά!), σαν πολυδύναμος ψυχοπνευματικός μηχανισμός, αναλαμβάνει να εμπνεύση την «ιδεατή» μας εικόνα και να μας δίνη αποδείξεις της ηθικής μας ανωτερότητος, και γιατί όχι, της πνευματικής μας ολοκληρίας. Είναι φαίνεται στη φύση του ανθρώπου να κατασκευάζη (ανεπίγνωστα) μια εικόνα του εαυτού του που είναι συνήθως αρτία από κάθε πλευρά και που γι’ αυτό το λόγο δεν δέχεται να την θίξη κανείς από καμμιά της πλευρά. Αλλά η ιδιόμορφη αυτή αντίδραση του εαυτού μας στην εικόνα του εαυτού του, ισοδυναμεί με μια προδοσία και με μια απάτη και παραπλάνηση. Προδίδεται ο εαυτός μας από τον εαυτό του. Απατά αυτός εαυτόν. Αυταπατάται! Ζει και δρα μέσα σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Στο σημείο αυτό μόνο ημπορεί κανείς να αντιληφθή το σεισμικό συγκλονισμό που προκαλεί στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου η ψυχολογία του Βάθους, που, σαν ένα γιγαντιαίο ψυχοτρύπανο, κάνει να αναπηδά από τα έγκατα του βυθού του κόσμου αυτού ο βόρβορος, ας ειπούμε, των αιμομικτικών τάσεων, που κατασπιλώνουν την ιδεατή (πλαστή) εικόνα του ανθρώπου. Μα κι αν δεχθούμε (πράγμα που είναι ασφαλώς πολύ σίγουρο) ότι οι τάσεις αυτές δεν αποτελούν αρχετυπικές λειτουργίες της προσωπικότητος και ότι ο σχετικός ισχυρισμός της ψυχαναλύσεως είναι μια τραγική υπερβολή, οπωσδήποτε η ψυχολογία του Βάθους «εξέθεσε εις κοινήν θέαν» την εσωτερική ακαταστασία, τη διάσπαση, την αγριότητα και το ψεύδος που κλείνει ο άνθρωπος μέσα του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι υπηρεσίες που έχει προσφέρει η ψυχολογία αυτή στο σύγχρονο άνθρωπο έχουν ένα χαρακτήρα ασκητικό, δηλ. νηπτικό. Η ειλικρίνεια και γενικά ο ωμός τρόπος με τον οποίο η ψυχολογία του Βάθους αντιμετωπίζει τον «πολιτισμένο» και εξευγενισμένο άνθρωπο, είναι στοιχεία της ασκητικής συμπεριφοράς έναντι του βάθους της ανθρωπίνης προσωπικότητος.
Πράγματι! Ο ασκητής της ερήμου, όπως όλοι γνωρίζουμε, προσανατολίζει τη σκέψη του όχι προς την πλαστή και ιδεατή του εικόνα αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του εαυτού του. Μάλιστα κι όταν ακόμη, με πολλή προσπάθεια και με αιμάτινους αγώνες, κατορθώση να ξεπεράση και να νικήση τα πάθη του, όταν έχη εισέλθει πλέον στην κατάσταση της απαθείας, δεν αποξενώνεται τελείως από το ακάθαρτο αυτό βάθος. Η ενδοσκόπησή του είναι πάντοτε διάλογος με το βάθος αυτό. Αυτό σημαίνει ότι όταν ο ασκητής στέκεται μπροστά στον εαυτό του, στέκεται συνήθως μπροστά στον ακάθαρτο εαυτό του.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην επιστολή του «Προς Ξένην μοναχήν»1, βεβαιώνει ότι, όταν κατορθώση ο άνθρωπος να απαλλαγή ολίγον από τον κατακλυσμό των αισθητών και από την τύρβη που προκαλούν αυτά, τότε ημπορεί να «κατοπτεύση τον εντός άνθρωπον». Και τί βλέπει τότε εντός του; Βλέπει απλούστατα «το προσγεγενημένον ειδεχθές προσωπείον», «το δυσειδές κάλυμμα» του εσωτερικού του κόσμου, το οποίο «διά πένθους απονίψασθαι σπεύδει». Ο δε Όσιος Νείλος ο Ασκητής υπενθυμίζει ότι ο νους του ανθρώπου δεν ημπορεί ακινδύνως να κατέρχεται μέχρι του εσωτερικού ακαθάρτου βυθού του ανθρώπου. Εάν ο νους δεν είναι ενισχυμένος από τη χάρη του Θεού και γυμνασμένος από την αδιάλειπτη άσκηση, δεν επιτρέπεται να κατέρχεται στο ακάθαρτο αυτό βάθος γιατί αυτό αποτελεί «τον σκοτασμόν των ακαθάρτων λογισμών»2, που όμως έχουν μια ελκτική δύναμη. Είναι ικανοί να αιχμαλωτίσουν τη διάνοια και να τη θάψουν μέσα στον σκοτασμό αυτόν. Το ακατάβλητο δε, από κάποια άποψη, δυναμικό του ακαθάρτου περιεχομένου του ανθρώπου, υπογραμμίζει και η εξαγόρευση του νηπτικού αγωνιστού που, ενώ εγεύθηκε μόλις προ ολίγου τη θεωρία του θείου φωτός, προσήγγισε και πάλιν διά του νου τα «γεώδη» και «κόπρια». «Φως αειλαμπές πνευματικόν και ζωήν υπερκόσμιον έχω, θείαν και τροφήν και τρυφήν, αναβάσεις και εφέσεις και ενώσεις και απολαύσεις της τρισυποστάτου θεότητος, ξενοτρόπους και μετά Χριστού Ιησού του κυρίου των πάντων αρρήκτους φιλικάς διαθέσεις. αλλ’ οίμοι της ταλαιπωρίας και αφροσύνης μου! Οίμοι των κακών της ανοίας μου! Ο ούτω διά της χάριτος υπερουράνιος γεγονώς νους μου, έστι ότε αποκλίναι κλαπείς προς σφαλερά και γεώδη και κόπρια και όλων δυσωδίας ανάπλεως, οίμοι! Τις ου θαυμάσεται και θρηνήσει εις τα εμά, και εξ ελέους προκαλέσας υπέρ εμού Θεόν…»3. Έτσι η ασκητική εμπειρία συμφωνεί απόλυτα με τη βασική θέση της ψυχολογίας, που ορίζει ότι ο βυθός της ανθρωπίνης προσωπικότητος είναι ένας «ακάθαρτος», αφάνταστα «ακάθαρτος» χώρος!
Εξ άλλου η ψυχοθεραπεία, σαν εφηρμοσμένη ψυχολογία, έχει την εμπειρία του ποιοτικού περιεχομένου του βάθους της ανθρωπίνης προσωπικότητος από μια άλλη πλευρά. Δηλαδή, όπως γνωρίζουμε, ο νευρωτικός άνθρωπος που ζητεί τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας, οδηγείται τελικά, με τη βοήθεια των μεθόδων και των μέσων που εκείνη χρησιμοποιεί, μπροστά στον εαυτό του. Χειραγωγείται στο να συναντήση τον εαυτό του, να κατανοήση το εσώτερο βάθος του και να αναλάβη τις ευθύνες του για μια καινούργια, ανανεωμένη ζωή. Αλλά η ψυχοθεραπευτική αυτή πείρα διδάσκει, ότι δεν ημπορεί εύκολα και άνετα να σταθή κανείς μπροστά στον εαυτό του! Ο όρος «ψυχική αντίσταση» χρησιμοποιείται πλέον πληθωρικά για να δηλώση το είδος της αντιδράσεως του ανθρώπου που καλείται να σταθή μπροστά στον αποκεκαλυμμένο εαυτό του. Ο άνθρωπος αυτός δεν θέλει να ιδή κατάματα τον εαυτό του. Κλείνει τα μάτια του μπροστά στην εικόνα του εαυτού του που αποκαλύπτει ο ψυχοθεραπευτικός διάλογος και αντιδρά με μια ιδιότυπη συμπεριφορά. Ο εαυτός του εναντίον του εαυτού!
Η σύγχρονη αυτή εμπειρία της ψυχοθεραπευτικής μεθοδολογίας και αγωγής δείχνει λοιπόν εύγλωττα, ότι και από την άποψη αυτή ο άνθρωπος αντιδρά ανακλαστικά στη θέα του βάθους του εαυτού του. Αλλ’ αυτό ακριβώς το ψυχοθεραπευτικό δεδομένο σε σχέση με τη γενική απέχθεια του ανθρώπου για ενδοσκοπήσεις και βυθοσκοπήσεις, επιμαρτυρεί ότι μόνον υπό ωρισμένους όρους ή (τουλάχιστον) υπό κάποιον όρο είναι δυνατόν να σταθή ο άνθρωπος άνετα μπροστά στον εαυτό του. Και ο όρος αυτός είναι ασφαλώς η πνευματική ωριμότης. Βέβαια εδώ ημπορεί κανείς να διερωτηθή πώς θα αποκτηθή η πνευματική αυτή ωριμότης χωρίς προηγούμενες προσπάθειες αυτογνωσίας. Πρόκειται ασφαλώς για μια αμοιβαιότητα που όσο περισσότερο εξελίσσεται τόσο πιο άνετα επιτρέπει στο άτομο να θεωρή τον εαυτό του. Οι απόπειρες αυτογνωσίας που εξελίσσονται σε προσπάθειες αυτοθεωρήσεως και εκείνες σε συστηματικούς μόχθους βυθοσκοπήσεως προάγουν σε μια πνευματικότητα που είναι προϋπόθεση μιας πέρα για πέρα ειλικρινούς και «αδιάστατης» αυτογνωσίας. Η αμοιβαιότης αυτή κατανοείται ευκολώτερα μέσα στη ζωή της ερήμου. Τη διαπίστωση αυτή επικυρώνει πλέον πανηγυρικά η ασκητική εμπειρία, αφού, όπως είπαμε ήδη, ο αγωνιστής της ερήμου είναι βασικά προσανατολισμένος όχι προς την ιδεατή του εικόνα ή προς τις πνευματικές του κατακτήσεις, αλλά προς το ακάθαρτο βάθος του εαυτού του. Όσο περισσότερο προάγεται στην πνευματική ζωή, τόσο βαθύτερα ανερευνά και εξετάζει τον εαυτό του.
Την άποψη αυτή, ότι δηλαδή η ειλικρινής και «άνετη» αυτοθεώρηση του εσωτερικού δράματος του ανθρώπου ημπορεί να γίνεται μόνο υπό τον όρο της πνευματικής ωριμότητος, την επιβεβαιώνει και ο Επίσκοπος της Εμέσης Νεμέσιος με μια πρωτότυπη κάπως ερμηνεία της εδεμικής απαγορεύσεως. Ο Νεμέ¬σιος, στο έργο του «Περί φύσεως του ανθρώπου», υποστηρίζει την άποψη σύμφωνα με την οποία η απαγόρευση εκ μέρους του Θεού της βρώσεως του καρπού του δένδρου της γνώσεως του καλού και του κακού αφωρούσε την απαγόρευση της αυτογνωσίας. «Επειδή δε ου συνέφερεν αυτώ προ της τελειώσεως γνώναι την φύσιν εαυτού, απηγόρευσεν αυτώ μη γεύσασθαι του ξύλου της γνώσεως. Ήσαν γαρ, μάλλον δε εισίν έτι και νυν δυνάμεις εν τοις φυτοίς μέγισται. τότε δε, ως εν αρχή της κοσμοποιίας, ακραιφνείς ούσαι, ισχυροτάτην είχον την ενέργειαν. Ην ουν και απόγευσίς τινος καρπού, γνώσιν εμποιούσα της οικείας φύσεως. Ουκ ηβούλετο δε αυτόν ο Θεός προ της τελειώσεως γνώναι την οικείαν φύσιν, ίνα μη, γνους εαυτόν ενδεά πολλών όντα, της σωματικής επιμεληθή χρείας, καταλιπών την της ψυχής πρόνοιαν. Και διά ταύτην την αιτίαν εκώλυσεν αυτόν μεταλαβείν του καρπού της γνώσεως. Παρακούσας δε και γνους εαυτόν, της μεν τελειώσεως εξέπεσε, της δε σωματικής χρείας εγένετο»4.
Η ερμηνεία αυτή του Νεμεσίου Εμέσης υπενθυμίζει την προπτωτική αδυναμία του ανθρώπου να θεωρή εαυτόν. Δηλαδή, όχι μόνον μετά την πτώση του ανθρώπου αλλά και προ της πτώσεως, κατά τον Νεμέσιον, υπήρχε, όπως άλλωστε είναι εύλογο, το πρόβλημα της διαστάσεως μεταξύ του τί είναι ο άνθρωπος και τί οφείλει να γίνη ή να είναι. Εξ άλλου η διάσταση αυτή υπεγράμμιζε και κατά την περίοδο αυτή της «αθωότητος» ότι ο άνθρωπος μόνο υπό ωρισμένους ορούς θα είχε τη δυνατότητα να αποκτά μια εποικοδομητική αυτογνωσία. Έτσι η ψυχολογική και πνευματική εκδοχή της φράσεως «Ου παντός εις Κόρινθον πλειν» πρέπει ασφαλώς να θεωρήται έγκυρη και προ και μετά την πτώση του ανθρώπου. Δεν ημ¬πορεί πράγματι ο καθένας μόνος του και χωρίς ωρισμένες βασικές προϋποθέσεις να προσπαθή να γνωρίση τον εαυτό του. Η ερημική μάλιστα εσωτερικό¬της αποκλείει σαφώς μια τέτοια δυνατότητα. Ο μαθητευόμενος ασκητής είναι ψυχικά και πνευματικά δεμένος με τον γέροντά του και μόνο με την καθοδήγηση και την ερημική του σοφία προχωρεί βήμα προς βήμα στους δαιδαλώδεις δρομίσκους της εσωτερικότητος. Σε στιγμές που η θέα της εσωτερικότητος αυτής τον τρομάζει ή τον απογοητεύει, τον ενθαρρύνει και τον στηρίζει η πνευματική οντότης του γέροντος. Κι αυτό, από πλευράς πνευματικής στρατηγικής και τέχνης, έχει ανεκτίμητη αξία και μοναδικό νόημα. Η προειδοποίηση «Ουαί τω ενί» (Εκκλ. 4, 10) κατανοείται εδώ σ’ όλη την έκτασή της. Αλλοίμονο σ’ ε¬κείνον που στέκεται «μόνος» μπροστά στον εαυτό του. Δηλαδή «μόνος» δεν είναι εύκολο να σταθή κανείς μπροστά στο γνήσιο και αυθεντικό εαυτό του, αλλά και αν ακόμη κατορθώση «μόνος» του να σταθή μπροστά στο χάος του εαυτού του, μόλις σταθή θα πέση. Γιατί ποιος ημπορεί να σηκώση το ψυχολογικό και πνευματικό βάρος ενός χάους;
Εδώ ας θυμηθούμε τη μεγάλη μορφή του ευαγγελικού τελώνη. Με το κεφάλι κρεμασμένο στο στήθος του έχει μπροστά του την πανοραμική θέα του εαυτού του. Μια θέα συγκλονιστική, απογοητευτική, φρικτή, απερίγραπτη! Αλλά ο τελώνης στέκεται, δεν πέφτει. Στέκεται μπροστά στον εαυτό του. Ναι, αλλά τη δύναμη την οφείλει σε μια παρουσία. Στην παρουσία του Θεού που κλείνει μέσα του. Γι’ αυτό άλλωστε, ό,τι βλέπει, ό,τι τον τρομάζει, ό,τι τον συγκλονίζει, το συνοψίζει στη σωτήρια προς Αυτόν κραυγή. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. 18, 13). Υπό τον όρο αυτόν η αυτογνωσία του τελώνη είναι συγχρόνως βίωση σωτηρίας. Βλέπει, κραυγάζει, σώζεται. Μια εξελικτική πνευματική πορεία που καταξιώνει την αυτοθεώρηση και δείχνει ότι υπάρχει ένας νόμιμος τρόπος για να ημπορέση κανείς να σταθή λυτρωτικά μπροστά στον εαυτό του. Αιώνες τώρα γνωρίζουμε ότι ο τρόπος αυτός είναι η πορεία μέσα από τα μονοπάτια της ερημικής εσωτερικότητος..!
Ο σύγχρονος άνθρωπος δίνει καθημερινά πληθωρικές αποδείξεις για το γεγονός ότι… αποφεύγει τον εαυτό του! Είναι παγιδευμένος στο φαύλο αυτό κύκλο: είναι τελείως μόνος με τον εαυτό του και συγχρόνως αφάνταστα μακρυά από τον εαυτό του. Ο διάλογος με τον εαυτό του, οσάκις τον απειλεί, τον αναστατώνει και τον τρομάζει. Αδιάψευστος μάρτυς του γεγονότος αυτού η ψυχολογία του Βάθους και δημόσιος. .. κατήγορος η αντικοινωνική του κοινωνικότης! Αλλά και ο σύγχρονος χριστιανός, σε πολλές περιπτώσεις, δείχνει ότι υποδύεται απλώς κάποιο ρόλο ή ότι είναι άσχετος με τον εαυτό του. Έτσι και στη περίπτωσή του το πρόβλημα, πολλές φορές, είναι το ίδιο. η μόνωση και η αποξένωση. Φαίνεται πως η «καθιερωμένη» ευσέβεια πολύ ολίγα πράγματα ημπορεί να προσφέρη στη δυναμική και αυθεντική ανανέωση της εσωτερικότητός του. Γι’ αυτό περισσότερο για το σύγχρονο χριστιανό είναι αναγκαία η αυτοθεώρηση που βιώνεται στ’ αχνάρια της φιλοκαλικής ερημικής εσωτερικότητος. Όταν γευθή τις εμπειρίες της εσωτερικότητος αυτής, θα καταλάβη ο χριστιανός αυτός, χωρίς δυσκολία, ότι πράγματι μόνο υπό τον όρον αυτόν ημπορεί ο εαυτός του να σταθή μπροστά στον εαυτό του. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς την αρχή της αυθεντικής πνευματικής ζωής, της ζωής που το Ευαγγέλιο του Χριστού καταγγέλλει…!
Η βασική θεραπευτική άποψη της ψυχολογίας του Βάθους, και επομένως και της ψυχοθεραπείας, είναι ότι οι δυσάρεστες εμπειρίες της ζωής, τα ψυχικά τραύματα και οι ψυχικές συγκρούσεις και γενικά κάθε παρόμοια αρνητική εμπειρία, πρέπει να γίνεται αντικείμενο μιας συνειδητής επεξεργασίας εκ μέρους της προσωπικότη¬τος του ανθρώπου. Γιατί κάθε ανεπιθύμητη εμπειρία, όταν απωθείται με βία από την περιοχή του συνειδητού βίου στο ασυνείδητο, δημιουργεί εσωτερικά προβλήματα στο βάθος της προσωπικότητος, που όμως οι προεκτάσεις τους προδίδονται στη διαταραγμένη συμπεριφορά της προσωπικότητος αυτής.
Η α π ώ θ η σ η είναι μια αρνητική λειτουργία, που η ψυχολογία υπογραμμίζει πολύ έντονα με όλο το δυναμικό της θεωρητικό περιεχόμενο. Γι’ αυτό άλλωστε όλο το νόημα του ψυχαναλυτικού διαλόγου συμπυκνώνεται στην προσπάθεια της συνειδητοποιήσεως των α π ω θ ο υ μ έ ν ω ν ψυχικών περιεχομένων και εμπειριών.
Εξ άλλου η θέση αυτή, σύμφωνα με την οποία η συνειδητοποίηση των απωθήσεων, στις οποίες αποδίδεται η διαταραχή της συμπεριφοράς του ατόμου, είναι ένας βασικός θεραπευτικός παράγων, επιβεβαιώνεται από την πείρα της ζωής. Κι αν συμβαίνη να μη αποδεικνύεται έγκυρη πάντοτε η άποψη αυτή της ψυχολογίας, οπωσδήποτε η διατήρηση στην περιοχή της «μνήμης» ή του συνειδητού μιας αρνητικής εμπειρίας, είναι συνήθως μια καλή προϋπόθεση της αποφυγής ή της μειώσεως των δυσαρέστων συνεπειών της στην όλη προσωπικότητα. Μάλιστα εκεί που η προσωπικότης αυτή διαθέτει αναδημιουργικές δυνάμεις για μια φυσιολογική ψυχική αφομοίωση της εμπειρίας αυτής, η συνειδητοποίηση είναι πράγματι μια θεραπευτική λειτουργία του όλου ψυχικού οργανισμού του ανθρώπου.
Την άποψη αυτή της θεραπευτικής λειτουργίας της συνειδητοποιήσεως την αποδέχεται ανεπιφύλακτα κάθε γνήσιος πνευματικός άνθρωπος που εκτιμά ιδιαίτερα τη λυτρωτική σημασία της αυτογνωσίας. Γιατί αυτογνωσία δεν θα ειπή βέβαια να γνωρίζης μόνο εκείνο που φαίνεται μόνο του ή εκείνο που σου αρέσει να γνωρίζης από όλη τη συμπεριφορά της προσωπικότητός σου. Αυτογνωσία, στην ασκητική της μάλιστα εκδοχή, θα ειπή μια δραματική αυτοθεώρη¬ση. θα ειπή μια ειλικρίνεια στο διάλογο με τον εαυτό σου που πληγώνει και αναστατώνει! Κι η συνειδητοποίηση των ψυχικών τραυμάτων, των αρνητικών εμπειριών μ’ ένα περιεχόμενο ενοχικό, είναι πολλές φορές μια αυτογνωσία που εξισώνεται απόλυτα μ’ ένα αναίμακτο μαρτύριο της συνειδήσεως!
Ο ασκητής της ερήμου είναι εξοικειωμένος με τη λειτουργία της συνειδητοποιήσεως σ’ ένα βαθμό που εκπλήσσει! Γυμνασμένος «εμπόνως» στον εκλεπτυσμένο διάλογο με την εσωτερική του ενοχική ακαθαρσία, διατηρεί πάντοτε συνειδητά όλα τα στοιχεία της αρνητικής του συμπεριφοράς ή μάλλον της «εσωτερικής αισθήσεως» του ενοχικού του βάθους. Είναι συνεχώς ενήμερος της τοπογραφίας αλλά και της στρατηγικής κάθε σκληρής μάχης που δίδει, στην προσπάθειά του να πολεμήση τα υπολείμματα των παθών του ή συνήθως τις προσβολές των δαιμονικών και «εμπαθών» λογισμών.
Ο Όσιος Νείλος ο Ασκητής, περιγράφοντας στάδια της προσπαθείας που αποβλέπει στην εσωτερική κάθαρση, μας δίνει μια πολύ ωραία εικόνα της βασικής πνευματικής λειτουργίας της συνειδητοποιήσεως όλων των δραματικών στοιχείων του αγώνος κατά των παθών.
Όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει, ομιλώντας για τη συμπεριφορά και τον ηγετικό ρόλο του ποιμένος. «Δει γαρ πρότερον μαχήσασθαι τοις πάθεσι και μετά πολλής νήψεως τα εν τω πολέμω τη μνήμη παραδούναι. και ούτως εκ των καθ’ εαυτούς, ετέροις υποτίθεσθαι τα της μάχης. και την νίκην αυτοίς ευχερεστέραν ποιήσαι, διά το προλέγειν τας εν τω πολέμω μεθόδους»1.
Η φράση «τη μνήμη παραδούναι» είναι η ασκητική εκφορά του όρου «συνειδητοποίηση». Εκείνος λοιπόν που αγωνίζεται κατά των παθών, οφείλει «μετά πολλής νήψεως», δηλαδή λεπτομερώς και προσεκτικώς να διατηρή στη μνήμη του κάθε τι που εβίωσε κατά την εξέλιξη του αγώνος του αυτού. Η συντήρηση της εμπειρίας του αυτής στο οπτικό πεδίο της συνειδήσεως θα φανή χρήσιμη σ’ εκείνους που θα θελήσουν να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, να αγωνισθούν κατά των παθών. Μα πολύ περισσότερο θα ωφεληθή ο ίδιος ο πνευματικός αγωνιστής από τη συνειδητοποίηση αυτή του αοράτου πολέμου κατά των παθών. Γιατί, γνωρίζοντας πολύ καλά κάθε λεπτομέρεια του πολέμου αυτού, θα είναι πάντοτε σε κατάσταση πολεμικής ετοιμότητος και θα αντιμετωπίζη μ’ ένα αλάνθαστο στρατηγικό νου τις μεθοδείες και τις ενέδρες των πονηρών και εμπαθών λογισμών. Ενώ εάν δεν διαθέτη τέτοια πολεμική ενημέρωση, οι ενδεχόμενες νίκες του δεν του παρέχουν σχεδόν καμμιά υπαρξιακή ασφάλεια έναντι των επιβουλών των «αιθιόπων», των δαιμονιωδών λογισμών. Κι αυτό επειδή οι νίκες αυτές εκερδήθηκαν νύκτα, «στα σκοτεινά»! «Εισί γαρ τινες, λέγει ο όσιος Νείλος, κεκρατηκότες των παθών, διά πολλήν ίσως σκληραγωγίαν. και τον τρόπον αγνοούντες της νίκης, διά το ως εν νυκτομαχία παρακολουθηκέναι ταις συμβολαίς, μηδέ ταις των εχθρών επιβουλαίς παραστήσαι τον νου». Στην πολύ εύστοχη και χαρακτηριστική αυτή παρατήρηση του οσίου πατρός πληροφορείται κανείς τον λόγο μιας ενάρετης ζωής που όμως είναι πολύ ασταθής και εύθραυστη. Πρόκειται δηλαδή για μια αρετή που οφείλεται στην πολλή σκληραγωγία, σε μια «εξωτερική» πράξη ατομικού εκβιασμού και πιέσεως. Η αρετή αυτή δεν αποκτήθηκε ύστερα από μια ενσυνείδητη και συγχρόνως μεθοδική αγωνιστική προσπάθεια. Ήλθε σαν αποτέλεσμα μιας εξωτερικής πιέσεως, χωρίς εσωτερικό λόγο. Ο άνθρωπος που απόκτησε με τον τρόπο αυτό την αρετή μοιάζει μ’ εκείνον που εκέρδησε μια νίκη σε νυκτομαχία, χωρίς δηλ. να γνωρίζη το πώς και το γιατί. Μέσα στο σκοτάδι της νυκτός δεν ημπόρεσε να καταλάβη πώς εκέρδησε τη νίκη. Αλλ’ η άγνοια αυτή είναι συνήθως κι η προϋπόθεση μιας συντριπτικής ήττας στην πρώτη συνάντηση μ’ ένα δυναμικό εχθρό.
Ο πνευματικός λοιπόν αγωνιστής δεν είναι ένας ελεύθερος σκοπευτής, που αυτοσχεδιάζει ανεύθυνα. Είναι ο «επιστήμων» στρατηγός που είναι πάντοτε εν γνώσει όλων των φάσεων και των λεπτομερειακών εξελίξεων των πνευματικών του προσπαθειών. Ό,τι αποκομίζει σαν πείρα πνευματικής στρατηγικής, δεν το παραπέμπει στο σκοτεινό «αρχείο» του ασυνειδήτου, αλλά το στήνει τρόπαιο και μνημείο νίκης αλλά και νήψεως! Η αποκτηθείσα αυτή εμπειρία από τις οδομαχίες μέσα στους δαιδαλώδεις και σκοτεινούς δρομίσκους του ασυνειδήτου αποτελεί πάντοτε τηλαυγή φάρο και άγρυπνο δείκτη της μεθοδικής διεξαγωγής των νέων πνευματικών προσπαθειών. Οι καινούργιες πνευματικές νίκες στηρίζονται στην πείρα που αποκτήθηκε στις προηγούμενες πνευματικές προσπάθειες. Έτσι μόνο εμπεδώνει κανείς το όφελος μιας πνευματικής μάχης και το αξιοποιεί δημιουργικά σε μια συνέχεια πνευματικής αναβάσεως στην ουράνια κλίμακα των αρετών!
Βαθύς γνώστης της δυναμικής όψεως του ασυνειδήτου ο όσιος Νείλος, υπογραμμίζει πολύ ζωηρά την αξία της συνειδητοποιήσεως των περιεχομένων του ασυνειδήτου με την ψυχολογική ερμηνεία ενός ιστορικού γεγονότος από τη ζωή του Ισραήλ. Συγκεκριμένως, ο όσιος πατήρ, αναφέρεται στο Βιβλίο του Ιησού του Ναυή (4, 3 εξ.). Στο χωρίο αυτό διασώζεται μια συμβολική πράξη του μεγάλου αυτού αρχηγού της πορείας προς τη γη της Επαγγελίας, ύστερα από τη θαυματουργική διάβαση του Ιορδάνου από το λαό με επί κεφαλής τη Κιβωτό της Διαθήκης.
Μια φορά οι Ισραηλίται επέρασαν τον Ιορδάνη κατά το διάστημα της νυκτός, αφού προηγουμένως απεσύρθησαν τα ύδατά του και ο λαός επάτησε τη κοίτη του ποταμού. Ύστερα από το θαυματουργικό αυτό γεγονός, ο Ιησούς του Ναυή έδωσε την εξής εντολή. Αφού εκάλεσε δώδεκα άνδρες, ένα από κάθε φυλή, τους διέταξε να κατέβουν στη στεγνή ακόμη κοίτη του Ιορδάνου να αναλάβουν καθένας ένα μεγάλο λίθο από την κοίτη αυτή στον ώμο τους και να στήσουν όλοι μαζί τους δώδεκα λίθους κοντά στην όχθη του Ιορ¬δάνου. «ίνα υπάρχωσιν υμίν ούτοι εις σημείον κείμενον διαπαντός, ίνα όταν ερωτά σε ο υιός σου αύριον λέγων, τί εισιν οι λίθοι ούτοι ημίν; και συ δηλώσης τω υιώ σου λέγων. ότι εξέλιπεν ο Ιορδάνης ποταμός από προσώπου κιβωτού διαθήκης Κυρίου πάσης της γης, ως διέβαινεν αυτόν. και έσονται οι λίθοι ούτοι υμίν μνημόσυνον τοις υιοίς Ισραήλ έως του αιώνος» (4, 4-7).
Ο όσιος Νείλος, ερμηνεύων ψυχολογικώς την πράξη αυτή του Ιησού, λέγει ότι αυτή η διαιώνιση της υπομνήσεως ενός θαύματος που έγινε νύκτα σημαίνει «ότι δει τα βύθια της εμπαθούς διαγωγής νοήματα εις φανερόν άγειν και σαφώς στηλιτεύειν… ίνα μόνον ο παρελθών γινώσκει τον τρόπον της διαβάσεως, αλλά και οι το αυτό ποιείν προαιρούμενοι, ευχερή την διάβασιν εκ της μαθήσεως ποιήσωνται και η ετέρων πείρα γένηται και ετέρων διδασκαλία»2.
Τα «βύθια» νοήματα είναι ασφαλώς οι άγνωστες και άδηλες κινήσεις που αποτελούν τη λειτουργία του ασυνειδήτου. Είναι η σκοτεινή πτυχή της προσωπικότητος που μόνο με μια δραματική αυτογνωσία ημπο¬ρεί να κατακτηθή. Με μια αυτογνωσία που δεν ημπορεί να είναι αποκλειστικό κατόρθωμα της προσωπικότητος αυτής. Μάλλον πρέπει να είναι δώρο της Θείας Χάριτος. Γιατί, όπως τα νερά του Ιορδάνου απεσύρθησαν με την παρουσία της Κιβωτού της Διαθήκης, έτσι τα εμπαθή νοήματα αναγνωρίζονται και στηλιτεύονται μόνον με τη βοήθεια της Χάριτος του Θεού. Γι’ αυτό ο όσιος Εφραίμ υπενθυμίζει μια μεγάλη αλήθεια με τη κατανυκτική του προσευχή. «Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα»! Έργο της δυνάμεως της Κιβωτού της διαθήκης ήτο η διάβαση του Ιορδάνου, η κατάκτηση της «κοίτης», του εσχάτου δηλ. βάθους της προσωπικότητος. Έργο της προσωπικότητος είναι η ψυχολογική διαιώνιση της κατακτήσεως αυτής, που στη ζωή του νέου Ισραήλ προσφέρει η Χάρη του Θεού. Κι η διαι¬ώνιση αυτή είναι, αλήθεια, μια πορεία πέρα από τον Ιορδάνη, δηλ. πέρα από το ασυνείδητο, με τη δύναμη του Μυστηρίου της Μετανοίας..!
Η αυτογνωσία έχει αναγνωρισθή από καιρό σαν το πιο δύσκολο εγχείρημα του ανθρώπου στην περιοχή της κατακτήσεως της πνευματικής ωριμότητος. Είναι αλήθεια, που δεν μπορεί να αμφισβητηθή, ότι όσο πιο πολύ γνωρίζει το άτομο τον εαυτό του, υπό ορισμένους φυσικά όρους, τόσο περισσότερο ωριμάζει ψυχολογικά και πνευματικά. Κάθε πράξη και εμπειρία αυτογνωσίας είναι ένα βήμα προς την ολοκλήρωση της ωριμότητος.
Αλλ’ η ψυχολογία, ιδιαίτερα σήμερα, υποστηρίζει ότι η αυτογνωσία, για να θεωρείται πράγματι παράγων ωριμότητος, δεν πρέπει να εννοείται σαν μια αποκλειστικά «ατομική» ενέργεια και εμπειρία. Γιατί είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο όρος της «αυτογνωσίας» αποτελεί συχνά μια παγίδα για τον άνθρωπο που θα ήθελε να προχώρηση σε μια καλύτερη και βαθύτερη γνωριμία με τον εαυτό του. Και τούτο επειδή, εκ πρώτης όψεως, αυτογνωσία θα ειπή να στρέψης την ερευνητική προσοχή σου και τους προβολείς της διανοίας σου στο εσώτερο βάθος της ατομικότητός σου. Όμως, μια τέτοια, λειτουργία της εσωτερικότητος, σημαίνει συγχρόνως ψυχολογικό και πνευματικό περιορισμό, «εγκλεισμό», μέσα στην ατομικότητα με την πιο περιωρισμένη έννοια. Αυτός που εργάζεται στην ανασκαφή και βυθοσκόπηση της εσωτερικότητός του περιορίζεται μοιραία στον εαυτό του και άρα α π ο ξ ε ν ώ ν ε τ α ι από την ψυχολογική και πνευματική υπόσταση του π λ η σ ί ο ν.
Ο Jung έκανε την παρατήρηση ότι «κατανοούμε τους άλλους μόνο στο ίδιο μέτρο στο οποίο κατανοούμε τον εαυτό μας». Στις διατομικές μας σχέσεις βλέπουμε τον πλησίον μας με το πρίσμα της ιδικής μας ατομικότητος. Και την ίδια αυτή ψυχολογική αλήθεια επαναλαμβάνει και ο Γέρων Σιλουανός με τα λόγια του γέροντος Σωφρονίου. «Έκαστος των ανθρώπων βλέπει εις τους άλλους εκείνο μόνον, το οποίον εις την πνευματικήν του πείραν εγνώρισε περί εαυτού του ιδίου. Διά τούτο η στάσις του ανθρώπου έναντι του πλησίον είναι ασφαλές σημείον του βαθμού αυτογνωσίας εις τον οποίον έφθασεν»1. Όταν δηλαδή στέκεται κανείς μπροστά στον πλησίον για να τον κατανοήση ή να τον «κρίνη», στέκεται «ασυνείδητα» (χωρίς να το καταλαβαίνη) μπροστά στον εαυτό του. Βλέπει στον άλλο αυτό μόνον που ο ίδιος «εγνώρισε» στον εαυτό του. Η όψη αυτή της θεωρήσεως του πλησίον καταντά λοιπόν μια ασυνείδητη (ανεπίγνωστη) αυτοθεώρη¬ση. Και είναι αλήθεια ότι πρόσφατες ψυχολογικές έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτός που κρίνει τον άλλον προσπαθεί κατά βάθος να κατανοήση τον εαυτό του. Πρόκειται βέβαια εδώ για μια παρά πολύ γνωστή αλλά και παρά πολύ ευαίσθητη ψυχολογική λειτουργία της εσωτερικότητος, την προβολή. Όσο ολιγώτερη είναι η αυτογνωσία τόσο δεσποτικώτερη γίνεται η λειτουργία της προβολής. Η προσπάθεια της βαθυτέρας γνωριμίας του εαυτού μας μειώνει κάθε φορά και περισσότερο τη δύναμη της προβολής και μας ελευθερώνει από τις αυταπάτες. Γιατί η προβολή κάνει το άτομο να νομίζη ότι γνωρίζει καλά τον πλησίον, ενώ κατ’ ουσίαν η εικόνα που το άτομο αυτό έχει σχηματίσει για τον πλησίον είναι η εικόνα του εαυτού του. Προβολή θα ειπή να βλέπη κανείς στον άλλον ελαττώματα ή αρετές, συναισθήματα και διανοήματα που όμως είναι αποκλειστικά δικά του βιώματα. Κατά τρόπο που το ίδιο το άτομο δεν ημπορεί να αντιληφθή («ασυνείδητα») φορτώνει στον πλησίον του τα βιώματα αυτά και τα θεωρεί σαν χαρακτηριστικά της προσωπικότητος του πλησίον.
Από την άλλη μεριά ο Jung υπογραμμίζει τη σημασία της ενδοβολής (Introjection) στη σύγχυση των διατομικών σχέσεων. Η ενδοβολή είναι ψυχολογική λειτουργία αντίθετη της προβολής. Αυτό σημαίνει ότι ιδιότητες και χαρακτηριστικά (δηλ. βιώματα) που ανήκουν πράγματι στον πλησίον, τα θεωρεί το άτομο σαν δικά του βιώματα. Έτσι η προβολή και η ενδοβολή είναι δυο ψυχολογικές λειτουργίες που κυριαρχούν στην ατομικότητα, όταν η προσπάθεια για αυτογνωσία είναι ανύπαρκτη ή ασθενική. Αλλά και στην περίπτωση που η αυτογνωσία ασκείται συστηματικά είναι όμως παγιδευμένη σ’ ένα ψυχολογικό ατομισμό, κι οι δυο αυτές λειτουργίες διαταράσσουν ψυχολογικά το άτομο και το καταδικάζουν σε μια στασιμότητα πνευματική.
Ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος ασχολείται διεξοδικά με το θέμα της αυτογνωσίας στην επιστολή του «Προς Λεόντιον Ηγούμενον»2. Υποστηρίζει ότι όσο κι αν θεωρεί κανείς τον εαυτό του καλλιεργημένο πνευματικά, πρέπει να εμπιστεύεται την πνευματική του δίαιτα και την όλη εργασία της «τελειώσεώς» του «τοις διακριτικωτάτοις των πατέρων». Η συνήθεια (που παγιώνεται με τη δύναμη μιας δεσποτικής αλαζονείας) να εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του μόνο … στον εαυτό του, παγιδεύει το άτομο σε μια κατάσταση στασιμότητος, απ’ την οποία δεν ημπορούν να το αποκολλήσουν «ατομικές» προσπάθειες μιας ολόκληρης σκληρής ασκητικής ζωής.
Για να παρουσιάση ζωντανά την πλάνη, στην οποία περιέρχεται εκείνος που εμπιστεύεται τον εαυτό του μόνο στον εαυτό του, διηγείται ο άγιος Κασσιανός διά του στόματος του αββά Μωυσή την εξής ιστορία3.
Ήταν κάποτε ένας αδελφός πολύ σπουδαίος και πνευματικός. Μια φορά όμως ενοχλήθηκε φοβερά από τις καυτερές προσβολές του «δαίμονος της πορνείας». Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση, που ο αγώνας του γινότανε κουραστικός και του δημιουργούσε μια ανυπόφορη ψυχική ένταση, σκέφθηκε να επισκεφθή ένα γέροντα ασκητή, «προς την ηλικίαν αποβλέπων», για να του εξαγορεύση τους λογισμούς του και να του αποκαλύψη τις δραματικές όψεις του ψυχικού και πνευματικού του προβληματισμού. Αλλά ο γέρων ασκητής, «ακούσας, άπειρος ων, αγανακτών, άθλιον έλεγε τον αδελφόν και ανάξιον του μοναχικού σχήματος, ως τοιούτους δεξάμενος λογισμούς». Ο γέρων ασκητής εκεραυνοβόλησε τον κλονιζόμενο από τις προσβολές του δαίμονος της πορνείας μοναχό με τους μύδρους μιας κατακρίσεως συντριπτικής. Του απέδωσε την ευθύνη και του κατελόγισε θανάσιμη ενοχή γιατί δέχθηκε ο μοναχός αυτός να πιαστή στήθος με στήθος μ’ ένα δαίμονα τόσο αποκρουστικό και πανάθλιο.
Λοιπόν, «τοιαύτα ακούσας ο αδελφός, απογνούς εαυτού και καταλείψας τον ίδιον τόπον, επί τον κόσμον επανήρχετο». Η απόγνωση εκυρίευσε οριστικά πλέον τον μαχητή μοναχό γιατί σκέφθηκε ότι, για να τον κατακρίνη τόσο πολύ ο λευκότριχος από τα χρόνια και την πείρα γέρων, σημαίνει πως δεν είναι φτιαγμένος για μοναχός. Έτσι ξεκίνησε από το κελλί του γέροντα για την πόλη. Με τον τρόπο αυτό, έστω κι αρνητικά, θα έλυνε το πρόβλημά του και θα ησύχαζε.
Όμως, «κατά Θεού οικονομίαν, απαντά αυτώ ο αββάς Απολλώς, των γερόντων ο δοκιμώτατος και βλέπων αυτόν τεταραγμένον και πάνυ σκυθρωπόν, ηρώτα αυτόν λέγων. τέκνον, τις η αιτία της τοσαύτης στυγνότητος;».
Το σχέδιο του Θεού διορθώνει με θαυμαστή οικονομία και αξιοποιεί θετικά τα λάθη και τις αδυναμίες της ανθρωπίνης συμπεριφοράς και μάλιστα εκείνης των «πνευματικών» ηγετών. Έτσι η πορεία του μοναχού προς τον πνευματικό θάνατο σταμάτησε με την παρουσία του δοκιμωτάτου γέροντα Απολλού. Διακριτικός αλλά και προορατικός και διορατικός ο γέρων Απολλώς, μα πιο πολύ «πνευματικός» με την πλήρη ασκητική έννοια της λέξεως αυτής, διορθώνει με πολλή σοφία και ποιμαντική τέχνη το ασύγγνωστο λάθος του γέροντα ασκητού, που ώθησε τον μοναχό στην απελπισία και την απογοήτευση.
Αφού επέμεινε να μάθη το λόγο της σκυθρωπότητος του αδελφού και αφού άκουσε το σκοπό της δραματικής του πορείας. «απογνούς ουν εμαυτού, απέρχομαι εις τον κόσμον», «πολλά παρεκάλει και ενουθέτει» αυτόν. Ο δοκιμώτατος γέρων Απολλώς επρόβαλλε στον αδελφό, κατά τη δραματική αυτή ώρα της εξουθενώσεώς του, το ανδρικό μεγαλείο του ασκητικού φρονήματος. «Μη ξενίζου τέκνον, μηδέ απελπίσης σεαυτόν». Μη παραξενεύεσαι και μη απελπίζεσαι, παιδί μου, λέγει στον πτοημένο μοναχό. Στάσου με το κεφάλι ψηλά, με το αγωνιστικό σου φρόνημα ακμαίο. Γιατί αυτό που σου συμβαίνει ούτε περίεργο είναι ούτε αφύσικο. Δεν ευρίσκεσαι σε μονοπάτι λαθεμένο. Παλαίεις μόνο επάνω στη νόμιμη κονίστρα των ασκητικών μόχθων και αγωνισμάτων.
Και για να γίνη πειστικός ο γέρων Απολλώς φέρνει μπροστά στα πνευματικά μάτια του έκπληκτου μοναχού τα προϊόντα της ιδικής του αυθεντικής αυτογνωσίας. Εξαγορεύει σ’ αυτόν τον εσώτερο κόσμο του που εγνώρισε βήμα με βήμα σ’ ένα σκληρό αγώνα αυτογνωσίας και αδιάλειπτης ενδοσκοπήσεως. «Εγώ γαρ εν τοιαύτη ηλικία και πολιά υπάρχων, σφόδρα υπό τούτων των λογισμών οχλούμαι». Εξομοιώνεται πλήρως, ο δοκιμώτατος γέρων, με τη δραματική κατάσταση του αδελφού. Αποκαλύπτει σ’ αυτόν μια αλήθεια συγκλονιστική μα σωτήρια. Με τον τρόπο αυτό πέρνει αυτόματα επάνω του όλο τον πόλεμο του δαίμονος της πορνείας και καταπίνει λαίμαργα όλη τη φρίκη του πολέμου αυτού, ικετεύοντάς τον. «Μη ουν αθυμήσης επί τη τοιαύτη πυρώσει, ήτις ου τοσούτον ανθρωπίνη σπουδή θεραπεύεται, όσον τη του Θεού φιλανθρωπία». Με τα λόγια αυτά ο γέρων Απολλώς συμπληρώνει το οδόφραγμα που σταματά πράγματι την πορεία του πτοημένου αδελφού προς τον κόσμο. Η δύναμη που χρειάζεται κανείς για να ξεπεράση τους κινδύνους ενός απειλητικού και ισχυρού πειρασμού δεν πηγάζει από την ανθρώπινη φύση αλλά χορηγείται πλούσια απ’ τη φιλανθρωπία του Θεού. Η σκέψη ότι κανείς μόνος του πρέπει να ξεπε-ράση τους πειρασμούς του, είναι όχι απλώς ανθρώπινη αλλά αλαζονική.
Έτσι ο γέρων Απολλώς προσφέρει στον μαχητή Μοναχό δυο πνευματικά ερείσματα που του αρνήθηκε ο πνευματικός του οδηγός: αφ’ ενός την ψυχολογική και πνευματική εξίσωση, με μια εξαγόρευση του δικού του αγώνος και αφ’ ετέρου την υπόμνηση του ελέους του Θεού. Και τα δυο αυτά πνευματικά στοιχεία είναι, αλήθεια, αλληλένδετα. Όσο πιο πολύ γνωρίζει κανείς τον εαυτό του τόσο πιο βαθειά αισθάνεται την ανάγκη να ζητήση το έλεος του Θεού. Κι αντίθετα. όσο πιο μακριά ευρίσκεται από τον εαυτό του, τόσο περισσότερο εξαρτά τις πνευματικές του επιδιώξεις από τον εαυτό του.
Αλλά ο γέρων Απολλώς δεν κατάφερε μόνο να ενθαρρύνη το Μοναχό να συνεχίση τον αγώνα του με τη δύναμη της φιλανθρωπίας του Θεού. Προσπάθησε συγχρόνως να δώση ένα μάθημα αυτογνωσίας και ποιμαντικής τέχνης στον ασκητή που αντιμετώπισε αδέξια το προβληματισμό του αδελφού. Προς το σκοπό αυτό παρεκάλεσε τον τελευταίο να επιστρέψη στο κελλί του και να περιμένη να περάση η ημέρα. «Μόνον δε την σήμερον χάρισαί μοι και υπόστρεψον εις το κελλίον σου. Εποίησε δε ο αδελφός ούτω».
Αφού λοιπόν άφησε ενισχυμένο κάπως τον αγωνιζόμενο σκληρά Μοναχό, ήλθε ο αββάς Απολλώς και στάθηκε έξω από το κελλί του γέροντος ασκητού. Εκεί κάνει την εξής προσευχή «μετά δακρύων». «Κύριε, ο τους πειρασμούς υπέρ του συμφέροντος επάγων, μετά¬στρεψον τον πόλεμον του αδελφού εις τούτον τον γέροντα, ίνα διά της πείρας εις το γήρας αυτού μάθη, άπερ εν τω μακρώ χρόνω ουκ εδιδάχθη. όπως συμπάσχη τοις πολεμουμένοις».
Μόλις ετελείωσε ο αββάς Απολλώς την προσευχή του αυτή, βλέπει αιθίοπα να στέκεται κοντά στο κελλί του γέροντος και να στέλνη επάνω του καυτερά βέλη. Ο ταλαίπωρος γέρων, φορτωμένος με τα βέλη αυτά, γυρόφερνε μέσα στο κελλί του σαν μεθυσμένος. Κι επειδή δεν ημπορούσε να υπομείνη την αφόρητη αυτή κατάσταση, «εξελθών του κελλίου, τη αυτή οδώ η και ο νεώτερος, επί τον κόσμον εχώρει». Αλλ’ ο αββάς Απολλώς, που ευρίσκετο συνεχώς έξω από το κελλί του γέροντος, εφρόντισε να τον συναντήση, καθώς εκείνος έφευγε τρεχάτος για την πόλη. Κι αφού τον πλησιάζει τον ερωτά. «Πού πορεύη; τις δε η αιτία της κατεχούσης σε ταραχής;» Το ερώτημα αυτό σαν καυτός έλεγχος πληροφορεί τον γέροντα, ότι ο αββάς Απολλώς τα γνωρίζει όλα. Αντιλαμβάνεται πως δεν ημπορεί να του κρύψη τίποτε, γι’ αυτό προτιμά να σιωπήση επίμονα. Τότε όμως ο γέρων Απολλώς ευρίσκει την ευκαιρία να του δώση το μάθημα που θα τον βοηθούσε να γνωρίση καλύτερα τον εαυτό του και επομένως και τον αδελφό του.
«Γύρισε στο κελλί σου, λέγει στον «αμαθή» γέροντα. Και στο μέλλον φρόντισε να αντιληφθής πολύ καλά την ασθένειάν σου. Προσπάθησε να γνωρίσης τον εαυτό σου σ’ όλο το βάθος και το πλάτος των αδυναμιών του. Κι αν εσύ δεν αντιμετωπίζης πειρασμούς τόσο μεγάλους όσο ο αδελφός, να σκέπτεσαι ότι ο διάβολος ή σε αγνοεί ή σε περιφρονεί, γι’ αυτό δεν αξιώθηκες να παλαίψης μαζί του. Αλλά τί λέγω να παλαίψης; Εσύ δεν ημπόρεσες να αντέξης προσβολή μιας ημέρας και αναστατωμένος και πανικόβλητος επήρες το δρόμο για την πόλη. Για σκέψου όμως, αλήθεια, ότι σου εδόθηκε η ευκαιρία να ενισχύσης και να ενθαρρύνης νεώτερόν σου που πολεμήθηκε σκληρά από τον ίδιο τον δαίμονα που σε εξουθένωσε και εσύ τον έσπρωξες στην απόγνωση. Δεν έλαβες υπ’ όψη σου καθόλου το σοφό εκείνο παράγγελμα που λέγει. «Ρύσαι απαγομένους εις θάνατον. και εκπριάν κτεινομένους μη φείση» (Παροιμ. 24, 11). Ούτε τα λόγια του Σωτήρος Ιησού που προτρέπουν «κάλαμον συντεθλασμένον μη συντρίβειν και λίνον καπνιζόμενον μη σβεννύειν» (Ματθ. 12, 20). Και συμπληρώνει ο σοφός και διακριτικώτατος Απολλώς. «Ουδείς γαρ του εχθρού φέρειν ηδύνατο τας επιβουλάς, αλλ’ ουδέ τον έμπυρον της φύσεως βρασμόν σβέσαι, ει μη η του Θεού χάρις εφρούρει την ανθρωπίνην ασθένειαν».
Η μακροχρόνια λοιπόν άσκηση δεν εβοήθησε τον γέροντα να αποκτήση αυτογνωσία για να ημπορέση έτσι να κατακτήση έδαφος και στην ετερογνωσία. Η μόνωσή του στην έρημο και οι ασκητικοί του αγώνες παρέμειναν εξωτερικά στοιχεία μιας ζωής χωρίς ενδοσκοπήσεις και βυθοσκοπήσεις αυτοθεωρήσεως!
Συμβαίνει πράγματι να αγωνίζεται κανείς σκληρά στην περιοχή των αρετών και μάλιστα στην εγκράτεια, χωρίς όμως να αισθάνεται την ανάγκη να γνωρίση μεθοδικά και σωστά τον εσώτερο εαυτό του. Στην περίπτωση αυτή θεωρεί την αυτογνωσία χρήσιμη, την αντιλαμβάνεται όμως σαν ένα περιορισμό στην ατομικότητά του, σαν μια (νόμιμη) αποξένωση από τον αδελφό. Έτσι συμβαίνει πράγματι να συμπεριφέρωνται με σκληρότητα και απανθρωπιά προς τον πλησίον «πνευματικοί» άνθρωποι, που έχουν να επιδείξουν πλούσια διαπιστευτήρια αυτοθυσίας (Α’ Κορ. 13, 3), ιδρώ¬των, ανιδιοτελείας, πνευματικής «σοφίας» και άλλων, γιατί όχι, ασκητικών αρετών. Κι εμείς οι ίδιοι διαπορούμε με τον εαυτό μας για την σκληρότητα ή την ψυχική αντίσταση και την ψυχολογική ακαμψία που δείχνουμε στον πλησίον μας. Η εγωκεντρική αντίδρασή μας στις διατομικές μας σχέσεις έχει τέτοια ανακλαστικότητα που πολλές φορές δεν ημπορούμε να αντιληφθούμε την έκταση του κακού που κάνουμε στους άλλους και όταν ακόμη τους επιδαψιλεύουμε την «αγάπη» μας.
Στο επίκεντρο των διατομικών σχέσεων που συμπλέκονται ψυχολογικά απ’ το παραπλανητικό παιχνίδι της προβολής και της ενδοβολής ευρίσκεται πάντοτε η απώθηση της ενοχής. Όποιος απωθεί την ενοχή του, μένει τελικά ξένος προς τον πλησίον του γιατί ήδη έχει αποξενωθή από τον εαυτό του. Η απώθηση της ενοχής τον προικίζει με σκληρότητα στη συμπεριφορά του προς τον πλησίον και πολύ περισσότερο με μια έλλειψη κατανοήσεως και συμπαθείας. Η καταδίκη του αδελφού από τον γέροντα ασκητή πρέπει να κατανοηθή σαν αντίδραση στη δική του απωθουμένη ενοχή. Ο γέρων ασκητής δεν είχε εξοικειωθή με την ενοχή του με την δύναμη μιας «φωτιστικής» αυτογνωσίας. Γι’ αυτό κατακρίνοντας τον αδελφό τόσο βίαια, κατέκρινε ανεπίγνωστα (χωρίς να το γνωρίζει) τον ίδιο τον εαυτό του. Αν είχε μάθει να κατακρίνη τον εαυτό του μ’ ένα αυθεντικό πνεύμα ασκητικής ταπεινώσεως, θα έδειχνε συμπάθεια στον αγώνα του αδελφού. Γιατί είναι αλήθεια ακλόνητη και αδιάσειστη, ότι, όσο πιο πολύ γνωρίζει κανείς την άβυσσο του ενοχικού και ακαθάρτου βάθους του εαυτού του, τόσο περισσότερη συμπάθεια και κατανόηση δείχνει στους πειρασμούς του αδελφού. Όσο περισσότερο σκληρός κριτής του πλησίον είναι, τόσο καθαρότερα αποκαλύπτει την παγίδευσή του στα ενοχικά και πάντοτε απωθούμενα συμπλέγματά του.
Οπωσδήποτε όμως ο γέρων ασκητής, χάρις στη θεία οικονομία, έλαβε ένα εντυπωσιακό μάθημα ετερογνωσίας. Έστω και με αυτόν τον ανεπιθύμητο τρόπο ανεκάλυψε στους πειρασμούς του αδελφού την αληθινή πνευματική του φυσιογνωμία: τον «καθυστερημένο» πνευματικά Εαυτό του.
Πώς όμως θα ημπορέση ο σύγχρονος χριστιανός να αντιληφθή το είδος και την ποιότητα της ιδικής του εσωτερικότητος και μάλιστα πώς θα κατορθώση να κατανοήση την ψυχολογική και πνευματική αμοιβαιότητα αυτογνωσίας και ετερογνωσίας σε σχέση με την εσωτερικότητα αυτή; Το πρόβλημα δεν είναι εδώ θεωρητικό. Είναι πρώτα – πρώτα υπαρξιακό..!
1. Ο Γέρων Σιλουανός του Άθω. Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 97. 2. Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών. Τόμος Α’, σελ. 81 εξ. 3. Ένθ’ ανωτ. σελ. 90 εξ.
Η πιο βασική κατάκτηση της ψυχολογίας υπήρξε ασφαλώς η «ανακάλυψη» του α σ υ ν ε ι δ ή τ ο υ.
Η επισήμανση της άγνωστης αυτής περιοχής της ανθρώπινης προσωπικότητος άνοιξε οπωσδήποτε τη θύρα διά της οποίας μπορεί κανείς να ρίξει το βλέμμα του στο σκοτεινό βάθος της ψυχής. Ή τουλάχιστον, ύστερα από την ανακάλυψη αυτή, είναι σε θέση κανείς να αντιληφθεί τη σημασία του ασυνειδήτου αυτού βάθους για την όλη ψυχική και πνευματική πορεία του ατόμου.
Εξάλλου είναι γεγονός που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, ότι οι ερευνητικές προσπάθειες της ψυχολογίας μέσα στο σκοτεινό και σχεδόν ανερεύνητο ασυνείδητο βάθος της ανθρώπινης προσωπικότητας έχουν μέχρι τώρα μια κάποια αξιόλογη επιτυχία. Η μεθοδολογία της προσπελάσεως στον χώρο του ασυνειδήτου μας έχει αποκαλύψει μέχρι σήμερα ορισμένα μυστικά μονοπάτια που στο σύνολό τους διαγράφουν μια κάποια ν ο μ ο τ έ λ ε ι α ορισμένων μορφών ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ψυχολογία του βάθους με τις επί μέρους σχολές της μας έχει μέχρι τώρα δώσει αξιόλογα στοιχεία του ψυχολογικού «μηχανισμού» της συμπεριφοράς αυτής και έχει ρίξει φως σε ωρισμένες περιοχές της προβληματικής της ψυχολογικής γενικά αντιδράσεως του ατόμου. Η αναγνώριση αυτής της υπηρεσίας της ψυχολογίας είναι μια ηθική υποχρέωση κάθε τιμίου ερευνητού.
Παρ’ όλα όμως αυτά οι επιτυχίες της ψυχολογίας του Βάθους αποδεικνύονται πολλές φορές εξαιρετικώς ασήμαντες μπροστά στο μέγεθος αλλά και την πολύπλοκη σύνθεση της προβληματικής της ψυχολογικής συμπεριφοράς του ανθρώπου. Οι ίδιοι οι ψυχολόγοι, απ’ ό,τι γνωρίζουμε, όσο ικανοί και αν είναι σε βυθοσκοπήσεις στην ασυνείδητη περιοχή της ανθρώπινης προσωπικότητας, αντιλαμβάνονται πως η αισιοδοξία για μια εκτεταμένη κατανόηση και γνωριμία της προσωπικότητος αυτής είναι προς το παρόν ο πιο ανέλπιστος καρπός των προσπαθειών τους. Λ.χ. η ψυχανάλυση γνωρίζει σήμερα πολύ καλά πως ο εσωτερικός προβληματισμός του ασυνειδήτου είναι τελικά terra incognita. Μάλιστα από της πλευράς της ψυχαναλύσεως που, ως γνωστόν, μεθοδεύει το έργο της σύμφωνα με τις φροϋδικές ψυχολογικές αρχές, το καταστάλαγμα των προσπαθειών της είναι η επισήμανσις του ασυνειδήτου με όλο το αρνητικό ορμεμφυτικό του περιεχόμενο. Η φροϋδική ψυχανάλυση μας έχει δώσει την εντύπωση πως έχει ανακαλύψει μια σπηλιά μέσα στο βάθος της ανθρωπίνης προσωπικότητας, μέσα στην οποία ζουν συμπλεκόμενα και αγωνιζόμενα να εξορμήσουν απειλητικά μυθικά τέρατα. Τη σπηλιά αυτή, όσο κι αν μοχθεί η ψυχολογική έρευνα, ελάχιστα μόνο μπορεί να την φωτίσει στο εσωτερικό της. Έτσι η ψυχολογία του Βάθους γενικά μας συνειδητοποίησε πιο έντονα τις εσωτερικές απειλές από τα ενστικτικά τέρατα, κι’ ίσως γι’ αυτό έχει κι’ ένα χαρακτήρα αφυπνιστικό. Ο διάλογός μας, με διερμηνέα την ψυχολογία, με τους μυθικούς αφέντες της σπηλιάς του ασυνειδήτου, είναι μια πολύ χρήσιμη πνευματική λειτουργία από κάθε άποψη, εάν βέβαια είμαστε ικανοί να αξιολογήσουμε σωστά τη θέση του ασυνειδήτου μέσα στην όλη προσωπικότητα.
Αλλά το σπουδαιότερο, στην περίπτωση του διαλόγου με τη σπηλιά του ασυνειδήτου, είναι πως η ψυχολογία ούτε η ίδια ημπορεί ούτε υποδεικνύει κάποιο άλλο μέσο ουσιαστικής εξώσεως των απειλητικών τεράτων από τη σπηλιά αυτή. Έτσι ιδίως η ψυχανάλυση μάς αποκαλύπτει τα δόντια των ενστικτικών τεράτων του ασυνειδήτου, χωρίς να αναλαμβάνη και το έργο της προστασίας μας ή της απαλλαγής από τον κίνδυνο να μας αλέσουν τα δόντια αυτά, σε κάποια κρίσιμη ώρα!
Εν τούτοις τα πράγματα αυτά φαίνεται πως αντιμετωπίζονται καλύτερα και αποτελεσματικώτερα στην περιοχή της ασκητικής έρημου. Ο αγωνιζόμενος εναντίον των ζωντανών μυθικών τεράτων του ασυνειδήτου ασκητής έχει μια καταπληκτική ευχέρεια όχι μόνο να τους συντρίβη τα δόντια αλλά και να τα εκδιώκη μέσα από το πιο σκοτεινό βάθος της σπηλιάς τους. Πραγματικά ωρισμένες φάσεις του πνευματικού αγώνος μέσα στην ασκητική έρημο δείχνουν πως ημπορούμε να ομιλούμε για την ασκητική ε ρ ή μ ω σ η του ασυνειδήτου.
Ο ασκητής έχει την καταπληκτική ευχέρεια να ερημώνει το ασυνείδητό του από κάθε κακούργο λογισμό. Μόνο που αυτό το κατορθώνει με μέσα που είναι άγνωστα στην ψυχαναλυτική μεθοδολογία.
Ο Ησύχιος ο Πρεσβύτερος, γράφων «Προς Θεόδουλον», υπενθυμίζει σε πολλά σημεία της επιστολής του αυτής δυό βασικούς παράγοντες του επιτυχημένου αγώνος για την κάθαρση της ψυχής και επομένως την ερήμωση του ασυνειδήτου από «τους των Αιγυπτίων υιούς πρωτοτόκους», «Ως γαρ ου δυνατόν, νυμνόν σώματι εισελθείν εις πόλεμον ή πλεύσαι μέγα πέλαγος μετ’ ενδυμάτων ή ζην άνευ του αναπνείν· ούτως αδύνατον χωρίς ταπεινώσεως και συνεχούς προς Χριστόν ικεσίας, τον νοητόν και κρυπτόν πόλεμον εκμαθείν· και τεχνικώς τούτον καταδιώκειν και βάλλειν». Κατά τον άγιο πατέρα η ταπείνωση, σαν αγωνιστική προσπάθεια ψυχικής καθαρότητος και η επίκληση του Ιησού Χριστού, η καρδιακή δηλαδή και «καθαρά» και «μονολόγιστος» προσευχή, κάνουν τον ασκητή ικανό να μάθει όλα τα μυστικά του νοητού και «κρυπτού» πολέμου και να τον διεξάγη επομένως με σύστημα και επιτυχία.
Η επίκληση του ονόματος του Ιησού δεν είναι βέβαια εδώ μια εργασία χειλέων. Είναι κυρίως μια «υπαρξιακή» εργασία, ως καθολική εσωτερική βίωση της παρουσίας του Υιού του Θεού στο βάθος της προσωπικότητας του ασκητού. Είναι μια άμεση εμπειρία της χαρισματικής παρουσίας του Κυρίου ως «προσωπικής ζωής». Πρόκειται εδώ όχι μόνο για μια μέθοδο αυτογνωσίας αλλά και για μια υπαρξιακή θέση ζωής που είναι άγνωστη στην ψυχολογία του Βάθους και που εξάλλου θα παραμείνει απρόσιτη στον «επιστημονικό» νου που ενδιαφέρεται για τη θεωρητική γνώση. Κι’ αυτό δείχνει για μια ακόμη φορά τις τραγικές αυταπάτες της ψυχολογίας για μια καθολική ψυχολογική ερμηνεία της ανθρώπινης προσωπικότητας (Ρsychologismus). Από τη στιγμή που η Ψυχολογία θα σεβασθή τον εαυτό της και θα περιορισθεί στο δικό της πεδίο, θα αποβή χρήσιμο όργανο στη διερεύνηση του βάθους της προσωπικότητος. (Συνεχίζεται)
Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αναφέρει για την δειλία:
3. Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, που συγκλονίζεται και αγωνιά από την αναμονή απρόβλεπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μιά στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας, έχοντας πεποίθηση στον εαυτό της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.
8. Άλλοτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μετεβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντετριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από τη δειλία.
Καλημέρα σας, μια μικρή αναφορά για τη Ρωμηοσύνη (κείμενο από το διαδίκτυο), που υμνήθηκε από πολύ μεγάλους ποιητές και ιστορικούς.
Αλλά οι Νεογραικοί έχουν τόσο πολύ συνηθίσει να συγχέουν το τεχνοκρατικό και το οικονομικό στοιχείο με την πνευματική ηγεσία, ώστε δεν αντιλαμβάνονται πλέον το γεγονός ότι η Ρωμηοσύνη είναι σήμερα πολιτιστικός ηγέτης εκατομμυρίων ανθρώπων εκτός της Ελλαδίτσας τους.
Ο Γραικύλος νομίζει ότι τέτοια ηγεσία είχαν μόνο οι αρχαίοι Έλληνες και φαντάζεται τον εαυτό του ως τον φύλακα των ερειπίων τους. Θεωρεί συνεχιστές και ηγέτες του πολιτιστικού έργου των αρχαίων Ελλήνων τους Ευρωπαίους. Δεν είναι σε θέση να καταλάβει ότι μόνο η Ρωμηοσύνη είναι συνεχιστής και ηγέτης του ελληνικού πολιτισμού. Γι’ αυτό ο Γραικύλος είναι ο κύριος συντελεστής στην καλλιέργεια του δουλοπρεπούς φρονήματος του νεογραικικού πνεύματος στην Ελλάδα. Ο Γραικύλος έχει εμπιστοσύνη στα ξένα αφεντικά του.
Ναι μεν ο Ρωμηός έχει απόλυτη πεποίθηση στην Ρωμηοσύνη του, αλλά ούτε φανατικός ούτε μισαλλόδος είναι και ούτε έχει καμία ξενοφοβία. Αντίθετα αγαπά τους ξένους όχι όμως με αφέλεια.
Τούτο διότι γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους και όλες τις φυλές και όλα τα έθνη χωρίς διάκριση και χωρίς προτίμηση. Ο Ρωμηός γνωρίζει ότι η Ρωμηοσύνη του κατέχει την αλήθεια και είναι η ύψιστη μορφή των πολιτισμών. Αλλά κατανοεί άριστα το γεγονός ότι ο Θεός αγαπά τον Ρωμηό, όχι όμως περισσότερο από τους άλλους. Ο Θεός αγαπά τον κάτοχο της αλήθειας αλλ’ το ίδιο αγαπά τον κήρυκα του ψέματος. Αγαπά τον άγιο, αλλ’ αγαπά το ίδιο ακόμη και τον διάβολο.
Γι’ αυτό η Ρωμηοσύνη είναι αυτοπεποίθηση, ταπεινοφροσύνη, και φιλότιμο και όχι κίβδηλος αυτοπεποίθηση, ιταμότητα και εγωισμός. Ο ηρωισμός της Ρωμηοσύνης είναι αληθινή και διαρκής κατάσταση του πνεύματος και όχι αγριότητα, βαρβαρότητα και αρπακτικότητα.
Οι μεγαλύτεροι ήρωες της Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ των αγίων.
Η Ρωμηοσύνη διαφέρει από τους άλλους πολιτισμούς, γιατί έχει το ίδιο θεμέλιο για τον ηρωισμό της όπως και για την αγιωσύνη της, δηλαδή το ρωμαίϊκο φιλότιμο το οποίο δεν υπάρχει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Παρόλα αυτά οι Γραικύλοι από το 1821 μέχρι σήμερα προπαγανδίζουν ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την Ρωμηοσύνη και να γίνουμε Ευρωπαίοι, γιατί δήθεν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ανώτερος από την Ρωμηοσύνη. (Η εικόνα της γέννησης είναι τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου)
Από την Πέργαμο, ο πιο φίνος μπακλαβάς με αμύγδαλα, τραγανός και σιροπιαστός όσο πρέπει
1 ώρα και 30′ προετοιμασία
1 ώρα ψήσιμο
2 ώρες αναμονή
Σύνολο: 4 ώρες και 30′
Υλικά
Μερίδες: για το μεγάλο ταψί του φούρνου
1 πακέτο φύλλο πολίτικο ή Βηρυτού (κάθε πακέτο περιέχει 13-15 φύλλα) ή λεπτά φύλλα κρούστας για γλυκά
1 κιλό αμυγδαλόψιχα, με το φλούδι της
1-1 1⁄2 κουτ. σούπας κανέλα
1 κουτ. γλυκού γαρίφαλο σε σκόνη
2 κουτ. σούπας κοφτές τριμμένη φρυγανιά
250 γρ. βούτυρο αιγοπρόβειο, από βάζο, λιωμένο και χλιαρό
μερικά καρφάκια γαρίφαλο, για τη διακόσμηση
Για το σιρόπι
1 1⁄2 φλιτζ. τσαγιού νερό
2 φλιτζ. τσαγιού ζάχαρη
1 μικρό λεμόνι, κομμένο στη μέση
1 φλιτζ. τσαγιού μέλι
Διαδικασία
Για τον περγαμηνό μπακλαβά με αμύγδαλα, βάζουμε να βράσει νερό σε μεγάλη κατσαρόλα και όταν κοχλάσει, ζεματίζουμε τα αμύγδαλα για 5-7 λεπτά.
Τα στραγγίζουμε και όταν κρυώσουν λίγο, τα ξεφλουδίζουμε (το φλούδι αφαιρείται πολύ εύκολα όταν πιέσουμε κάθε αμύγδαλο με τα δάχτυλά μας).
Αφήνουμε τα ασπρισμένα αμύγδαλα να στεγνώσουν εντελώς, απλωμένα σε καθαρή πετσέτα.
Αν δεν έχουμε χρόνο για αυτή τη διαδικασία, μπορούμε να προμηθευτούμε εξαρχής λευκά αμύγδαλα, χάνοντας όμως λίγο από το εξαίσιο άρωμα που αφήνει η φλούδα.
Τα σκορπίζουμε σε μεγάλο ταψί στρωμένο με λαδόκολλα και τα καβουρδίζουμε σε φούρνο προθερμασμένο στους 70°C για περίπου 1 ώρα, ανακατεύοντάς τα συχνά, μέχρι να αποκτήσουν ένα ομοιόμορφο ξανθό χρώμα.
Τα αφήνουμε να κρυώσουν εντελώς και τα χοντροκοπανίζουμε σε αρκετές δόσεις, στον πολυκόφτη με διακοπτόμενη λειτουργία, μέχρι να γίνουν σαν τραχανάς ή το πολύ σαν φακή, όχι πιο χοντρά.
Τα βάζουμε σε μπολ και προσθέτουμε την κανέλα, το γαρίφαλο και την τριμμένη φρυγανιά (για να απορροφήσει την περίσσεια βουτύρου στο ψήσιμο).
Ανακατεύουμε καλά.
Βουτυρώνουμε καλά τον πάτο και τα τοιχώματα του ταψιού.
Στρώνουμε στο ταψί 4 φύλλα, βουτυρωμένα καλά ένα ένα.
Τα βάζουμε στο ταψί εγκάρσια και λοξά, για να καλυφθεί ο πάτος ομοιόμορφα, χωρίς κενά, καλύπτοντας και τα τοιχώματα, και αφήνουμε να εξέχει λίγη άκρη τους.
Σκορπίζουμε ομοιόμορφα πάνω στα φύλλα λίγη γέμιση.
Σκεπάζουμε με άλλα 4 φύλλα, βουτυρωμένα γενναιόδωρα και αυτά ένα ένα, τακτοποιώντας τα στο ταψί όπως κάναμε με τα φύλλα της βάσης.
Πάνω σε κάθε φύλλο που απλώνουμε ρίχνουμε γέμιση μέχρι να τελειώσει.
Σκεπάζουμε με τα υπόλοιπα φύλ- λα της συσκευασίας, στρωμένα και αυτά με τον ίδιο τρόπο και καλά βουτυρωμένα.
Φέρνουμε τις άκρες των φύλλων που εξέχουν προς τα μέσα και τις βουτυρώνουμε και αυτές.
Βάζουμε το ταψί στο ψυγείο για 30 λεπτά, μέχρι να παγώσει το βούτυρο και να κόβεται εύκολα ο μπακλαβάς.
Τον κόβουμε με κοφτερό μαχαίρι σε μικρά καρεδάκια, φτάνοντας το μαχαίρι μέχρι κάτω, αλλά χωρίς να κόψουμε τα κάτω κάτω φύλλα.
Επίσης, δεν φτάνουμε το μαχαίρι μέχρι τα τοιχώματα του ταψιού, αλλά λίγα χιλιοστά πιο μέσα.
Αυτά τα προσεκτικά κοψίματα τα κάνουμε για να συγκρατήσει ο μπακλαβάς το σιρόπι στη συνέχεια, ώστε να μη χυθεί μέσα στο ταψί αφήνοντας στεγνά τα κομμάτια.
Τέλος, στο κέντρο κάθε κομματιού καρφώνουμε από 1 καρφάκι γαρίφαλο.
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C.
Φουρνίζουμε τον μπακλαβά, χαμηλώνουμε αμέσως τη θερμοκρασία στους 160°C και ψήνουμε για 1 ώρα, μέχρι να πάρει ωραίο, χρυσαφένιο χρώμα
Αν δούμε ότι η επιφάνεια παίρνει έντονα και γρήγορα χρώμα, κατεβάζουμε το ταψί σε πιο χαμηλή θέση, ώστε να προλάβει να ψηθεί καλά η βάση του.
Τον ξεφουρνίζουμε και τον αφήνουμε να κρυώσει εντελώς.
Για το σιρόπι
Σε μια μικρή κατσαρόλα βάζουμε το νερό με τη ζάχαρη και ζεσταίνουμε σε δυνατή φωτιά μέχρι να λιώσει η ζάχαρη και το σιρόπι να αρχίσει να κοχλάζει.
Βράζουμε για 1 λεπτό, αποσύρουμε από τη φωτιά και σουρώνουμε το σιρόπι.
Προσθέτουμε το μέλι και ανακατεύουμε καλά για να διαλυθεί.
Αφήνουμε το σιρόπι να γίνει χλιαρό.
Με μια κουτάλα περιχύνουμε τον μπακλαβά σε δόσεις και αργά, ώστε το μεγαλύτερο μέρος κάθε δόσης να έχει απορροφηθεί πριν ρίξουμε την επόμενη.
Στην αρχή θα φαίνεται ότι το γλυκό «κολυμπάει» στο σιρόπι, αλλά σταδιακά θα το απορροφήσει, θα «σιτέψει», όπως λένε.
Όταν το απορροφήσει όλο, σερβίρουμε κόβοντας τα κομμάτια μέχρι κάτω.
Η συνταγή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 199.
Όλη η γέμιση μπαίνει στα κάτω 20 φύλλα, που εντέχνως μπαίνουν στο ταψί σε πεντάδες με τη γέμιση ανάμεσά τους. Τα υπόλοιπα 20 φύλλα μπαίνουν σκέτα πάνω στη γέμιση.
1 ώρα προετοιμασία
1 ώρα και 30′ ψήσιμο
1 ώρα και 30′ αναμονή
Σύνολο: 4 ώρες
Υλικά
Μερίδες: για ταψί 35 x 45 εκ.
40 φύλλα κρούστας για γλυκό ή Βηρυτού (θα χρειαστούμε περίπου 3 πακέτα)
500 γρ. βούτυρο αγελαδινό, λιωμένο αλλά όχι καυτό
175 γρ. αμύγδαλα ωμά, με το φλούδι
175 γρ. ψίχα από κελυφωτό φυστίκι, ωμή
1 κουτ. γλυκού κανένα σε σκόνη
1/2 κουτ. γλυκού γαρίφαλο σε σκόνη
Για το σιρόπι
600 ml νερό
400 γρ. ζάχαρη
1 ξυλάκι κανέλα
φλούδα από 1 λεμόνι
Διαδικασία
Για τον μπακλαβά με τα 40 φύλλα ξεκινάμε και προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 180°C.
Στρώνουμε με λαδόκολλα ένα μεγάλο, ρηχό ταψί και απλώνουμε εκεί ανάκατους τους ξηρούς καρπούς.
Τους ψήνουμε για περίπου 15 λεπτά, ανακατεύοντάς τους συχνά, μέχρι να καβουρδιστούν ελαφρώς, ομοιόμορφα, και να σκορπίσουν το άρωμά τους.
Ξεφουρνίζουμε και τους αφήνουμε να κρυώσουν τελείως.
Τους χτυπάμε στον πολυκόφτη, με διακοπτόμενη λειτουργία, σε δόσεις, μέχρι να ψιλοκοπούν σαν τραχανάς, να «ακούγονται» στο δόντι.
Προσθέτουμε την κανέλα και το γαρίφαλο και ανακατεύουμε καλά.
Στρώσιμο στο ταψί
Χωρίζουμε το μείγμα της γέμισης σε 4 ίσα μέρη.
Ξετυλίγουμε με προσοχή όλα τα φύλλα.
Βουτυρώνουμε καλά τον πάτο και τα τοιχώματα του ταψιού.
Βουτυρώνουμε επίσης πέντε από τα φύλλα, με άφθονο βούτυρο, δεν το λυπόμαστε.
Δεν τα αλείφουμε με πινέλο, αλλά ραντίζουμε το βούτυρο με κουτάλι, μέχρι να βραχούν καλά.
Τα στρώνουμε στο ταψί, αφήνοντας τις άκρες να εξέχουν λίγο από τα τοιχώματα.
Σκορπίζουμε πάνω τους το ένα μέρος γέμισης, ομοιόμορφα, και σκεπάζουμε με άλλα 5 φύλλα, βουτυρωμένα με τον ίδιο τρόπο.
Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία με πεντάδες φύλλων και γέμιση, μέχρι να στρώσουμε με τον τρόπο αυτό 20 φύλλα, τελειώνοντας με το τελευταίο μέρος γέμισης.
Κόβουμε τα περισσεύματα των φύλλων που εξέχουν.
Κόβουμε τα υπόλοιπα 20 φύλλα όλα μαζί, ακριβώς στις διαστάσεις του ταψιού.
Τα βουτυρώνουμε καλά ένα ένα και τα στρώνουμε πάνω στη γέμιση.
Αν περισσέψει βούτυρο, το αφήνουμε στην άκρη για τη συνέχεια.
Βάζουμε το ταψί στο ψυγείο για 1-1 ½ ώρα.
Το άφθονο βούτυρο που περιέχει ο μπακλαβάς θα παγώσει και θα σφίξει – έτσι κόβονται εύκολα τα κομμάτια του.
Προθερμαίνουμε τον φούρνο στους 160°C.
Κόβουμε τον μπακλαβά σε καρεδάκια και τον περιχύνουμε με όσο βούτυρο έχει περισσέψει (επειδή θα έχει στο μεταξύ σφίξει, το ζεσταίνουμε ξανά σε χαμηλή φωτιά, μέχρι να λιώσει).
Ψήνουμε τον μπακλαβά για περίπου 1½ ώρα, μέχρι να πάρει χρυσαφένιο χρώμα.
Σιρόπι
Βάζουμε όλα τα υλικά σε μια μικρή κατσαρόλα και βράζουμε για 5 λεπτά από τη στιγμή που θα ξεκινήσει ο βρασμός.
Αποσύρουμε και διατηρούμε το σιρόπι χλιαρό προς ζεστό, μέχρι να γίνει ο μπακλαβάς.
Τον ξεφουρνίζουμε και αμέσως τον περιχύνουμε με το ζεστό σιρόπι, με μια κουτάλα, σε δόσεις, περιμένοντας να απορροφηθεί κάθε δόση πριν ρίξουμε την επόμενη.
Οι τελευταίες δόσεις δεν απορροφώνται εύκολα, ρίχνουμε ωστόσο το σιρόπι και αφήνουμε τον μπακλαβά κατά μέρος για τουλάχιστον 1 ώρα, μέχρι να το απορροφήσει τελείως.
Η τεμπούρα είναι μια γιαπωνέζικη τεχνική τηγανίσματος λαχανικών και θαλασσινών που όμως κατάγεται από την Πορτογαλία αφού λέγεται ότι στην Ιαπωνία την έφεραν Ιησουϊτες καλόγεροι τον 16ο αιώνα.
Υλικά
750 γρ μεγάλες γαρίδες καθαρισμένες
1 φλ τρίμμα φρυγανιάς ή πάνκο
1 κ.τ.σ ψιλοκομμένο φρέσκο μαϊντανό
¼ κ.τ.γλ αλάτι (ανθό)
¾ φλ ρυζάλευρο
½ φλ αλεύρι για όλες τις χρήσεις
½ κ.τ.γλ μπέικινγκ πάουντερ
1 κρόκο αυγού
1 κουτάκι μπύρα pilsner (330 ml)
ηλιέλαιο για τηγάνισμα
Εκτέλεση
Μισή ώρα πριν από το μαγείρεμα βάζουμε τη μπύρα στην κατάψυξη για να κρυώσει πολύ καλά.
Ξεπλένουμε και ξεφλουδίζουμε τις γαρίδες, αφήνοντας τις ουρίτσες στη θέση τους. Τις χαράζουμε στην πλάτη και αφαιρούμε τη μαύρη φλέβα και κατόπιν τις χαράζουμε κατά μήκος της κοιλιάς, για να μην κουλουριαστούν στο τηγάνι.
Ανακατεύουμε το τρίμμα με τον ψιλοκομμένο μαϊντανό και το αλάτι.
Σε ένα μεγάλο μπολ, κοσκινίζουμε μαζί το ρυζάλευρο, το αλεύρι και το μπέικινγκ πάουντερ και ανακατεύουμε καλά. Σε ένα μπολάκι χτυπάμε τον κρόκο του αυγού και προσθέτουμε λίγη μπύρα. Ρίχνουμε το υγρό στο αλεύρι, και στη συνέχεια την υπόλοιπη μπύρα ανακατεύοντας συνεχώς με το σύρμα μέχρι να γίνει ένα απαλό κουρκούτι. Αφήνουμε το κουρκούτι να σταθεί περίπου 10-30 λεπτά πριν το χρησιμοποιήσουμε.
Σε ένα τηγάνι ρίχνουμε 3 κ.τ.σ ηλιέλαιο και το βάζουμε να ζεσταθεί σε μέτρια προς δυνατή φωτιά. Βουτάμε κάθε γαρίδα στο κουρκούτι, τινάζοντας ελαφρά να φύγει το περιττό. Τις βουτάμε κατόπιν στο μείγμα φρυγανιάς μαϊντανού και τις βάζουμε στο τηγάνι τη μία πλάι στην άλλη. Τηγανίζουμε για 2 ½ λεπτά από κάθε πλευρά μέχρι να γίνουν τραγανές και χρυσαφένιες. Τις βγάζουμε να στραγγίξουν σε μια πιατέλα σκεπασμένη με χαρτί κουζίνας. Επαναλαμβάνουμε μέχρι να τελειώσουν όλες οι γαρίδες, ζεσταίνοντας κάθε φορά άλλη μια ποσότητα ηλιέλαιο.
Σερβίρισμα
Σερβίρουμε με απλή σάλτσα μαγιονέζα ή με μια πικάντικη σάλτσα που φτιάχνουμε ανακατεύοντας 1 φλ μαγιονέζα με 2 κ.τ.σ κέτσαπ με τσίλι (ή απλό κέτσαπ και μερικές σταγόνες ταμπάσκο), 1 σφηνάκι χυμό λεμονιού ή κονιάκ ή ουίσκι και λίγο λιωμένο σκόρδο.
Τιπς
Το πάνκο είναι το διάσημο τρίμμα ψωμιού που χρησιμοποιούν οι Ιάπωνες για πανάρισμα. Υπάρχει στα καταστήματα με ασιατικά τρόφιμα
Αντί για μαϊντανό μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε άλλο αρωματικό βότανο ή απλά λίγο κόκκινο και μαύρο πιπέρι. Και αντί για ρυζάλευρο να βάλουμε κορν φλάουρ.